εκβραχιστικός

εκβραχιστικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον εκβραχισμό («εκβραχιστικά μηχανήματα», «εκβραχιστικές εργασίες»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκβραχιστικός — ή, ό ο κατάλληλος για εκβραχισμό: Εκβραχιστικές μηχανές …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”